σιγανός

σιγανός
(I)
ο, Ν
ζωολ. γένος φυτοφάγων θαλάσσιων περκόμορφων ιχθύων, που ζουν κυρίως στα ρηχά τών τροπικών και υποτροπικών θαλασσών και τών οποίων δύο είδη ζουν και στις ελληνικές θάλασσες και είναι γνωστά με τις κοινές ονομασίες άσπρη αγριόσαλπα και μαύρη αγριόσαλπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. siganus < αραβ. sijān «είδος ψαριού»].
————————
(II)
-ή, -ό, Ν
1. αθόρυβος, ήσυχος, σιγαλός
2. βραδυκίνητος, αργοκίνητος
3. συνεκδ. α) βραδύς, αργός («προχωρούσε με σιγανό ρυθμό»)
β) ολιγόλογος
4. μτφ. κρυψίνους, υποκριτής, σιγανοπαπαδιά
5. παροιμ. «από σιγανό ποτάμι να φοβάσαι» ή «από σιγανό μακριά τα ρούχα σου» — να προφυλάγεσαι από τους ύπουλους και υποκριτές.
επίρρ...
σιγανά Ν
με σιγανό τρόπο, σιγά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιγά + κατάλ. -ανός (πρβλ. πιθ-ανός, στεγ-ανός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μαλακός — (4ος αι. π.Χ.). Ιστορικός ο οποίος, σύμφωνα με τον Αθήναιο, έγραψε το έργο Σιφνίων Ώροι, την ιστορία δηλαδή της Σίφνου, το οποίο δεν διασώθηκε. * * * ή, ό, θηλ. και ιά (AM μαλακός, ή, όν) 1. απαλός στην αφή, αυτός που υποχωρεί σε πίεση, σε… …   Dictionary of Greek

  • σιγανίδες — οι, Ν [σιγανός] ζωολ. μικρή οικογένεια θαλάσσιων περκόμορφων ιχθύων με τυπικό αντιπρόσωπο το γένος σιγανός …   Dictionary of Greek

  • σιγαλός — σιγαλός, ή, ό και σιγανός, ή, ό επίρρ. ά 1. αθόρυβος, ήσυχος: Από το στόμα του βγήκε ένας σιγανός ήχος. – Με σιγανή φωνή τον παρακαλούσε να τη λυπηθεί. 2. ήρεμος, βραδυκίνητος: Τα ζώα αυτά είναι πολύ σιγανά. – Έπεσε σιγανή βροχή. 3. «σιγανό… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Dimitrios Siganos — (Greek: Δημήτριος Σιγανός) is an ophthalmic surgeon. He is pioneer of refractive surgery (correcting myopia, astigmatism and presbyopia). He graduated from the Cairo University School of Medicine with the title MD Ph.D and Masters in… …   Wikipedia

  • αγαλιανός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 67 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριχωνίδας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παρακαμπιλίων. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ., 43 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αγίου… …   Dictionary of Greek

  • αδειανός — ή, ό 1. αυτός που δεν είναι απασχολημένος, ο εύκαιρος 2. κενός, άδειος 3. φρ. «αδειανά χέρια», χωρίς κάποιο δώρο, χωρίς κέρδος, άπρακτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άδειος + κατάλ. ανος (πρβλ. λείος λειανός, σιγά σιγανός, άκρη ακριανός κ.λπ.). ΠΑΡ. αδειανάδα …   Dictionary of Greek

  • αναφιλητό — το (κ. αναφιλυτό) λυγμός, συνεχείς λυγμοί, σιγανός θρήνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αρχ. αναφλύω «ανακοχλάζω», με ανάπτυξη ενός ενδοσυμφωνικού ι ] …   Dictionary of Greek

  • αχαμνός — ή, ό (Μ ἀχαμνός, ή, όν) 1. πλαδαρός, μαλακός 2. χαλαρός 3. ασθενικός, αδύνατος 4. αδύνατος, ισχνός 5. άρρωστος 6. βλαβερός 7. (για λόγια) ασθενικός, σιγανός νεοελλ. Ι. φρ. «το αχαμνό μέρος» γυναίκα ή ανύπαντρη κόρη που χρειάζεται προστασία II. το …   Dictionary of Greek

  • βαιός — βαιός, ά, όν (Α) |. 1. μικρός, λίγος 2. ελλιπής, λιγοστός 3. ταπεινός 4. τιποτένιος, ποταπός 5. (για φωνή) χαμηλός, σιγανός 6. (για χρόνο) σύντομος II. (το ουδ. ως επίρρ.) βαιόν λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας] …   Dictionary of Greek

  • γαληνός — (Πέργαμος 129 – Ρώμη ή Πέργαμος 201 μ.Χ.). Έλληνας γιατρός, φυσιολόγος και συγγραφέας. Περίφημος γιατρός της αρχαιότητας, θεωρήθηκε δεύτερος μετά τον μέγα Ιπποκράτη. Έμεινε για πολλά χρόνια στη Ρώμη, όπου ήταν χειρουργός των μονομάχων και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”